- υδρόθειο(ν)
- το сероводород
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
υδρόθειο — το, Ν χημ. υδρογονούχα ένωση τού θείου, τής οποίας τα υδατικά διαλύματα είναι γνωστά με τη γενική ονομασία υδροθειικό οξύ και η οποία εκλύεται ελεύθερα από τις ρωγμές τών κρατήρων τών ηφαιστείων και από ορισμένες πηγές μεταλλικών νερών ή… … Dictionary of Greek
υδρόθειο — το υδρογονούχα ένωση του θείου, αέριο εύφλεκτο, δηλητηριώδες, με οσμή σάπιου αβγού, που περιέχεται στα αέρια των θειούχων πηγών και παράγεται με την αποσύνθεση ζωικών και φυτικών ουσιών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αέριο — Σώμα σε κατάσταση τέτοια που δεν χαρακτηρίζεται ούτε από το σχήμα ούτε από τον όγκο του και αυτό οφείλεται στη σχεδόν πλήρη ελευθερία κίνησης των συστατικών σωματιδίων του και των σχετικά μεγάλων αποστάσεων μεταξύ τους. Η ύπαρξη χώρου μεταξύ των… … Dictionary of Greek
θείο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο S (από το λατινικό sulphur). Ανήκει στην έκτη ομάδα του περιοδικού συστήματος και στην πρώτη υποομάδα, με ατομικό αριθμό 16, ατομική μάζα 32,06, ενώ έχει τρία σταθερά ισότοπα. Συναντάται στη φύση, είτε στη στοιχειακή… … Dictionary of Greek
υδροθειούχος — α, ο, Ν αυτός που περιέχει υδρόθειο. [ΕΤΥΜΟΛ. < υδρόθειο + ούχος*] … Dictionary of Greek
ακρεμνινοσάπωνες — Ονομασία των σαπουνιών νατρίου, που περιέχουν αλκαλιπολυσουλφίδια και είναι αρωματισμένα με ανισέλαιο και μάραθο. Τα χρησιμοποιούσαν άλλοτε οι εργάτες των ορυχείων ή των βιομηχανιών επεξεργασίας μολύβδου για να προφυλάσσονται από τις μολυβδιάσεις … Dictionary of Greek
ατμίδες — Ζεστά αέρια και ατμοί που βγαίνουν από ρωγμές του εδάφους με μικρή ή μεγάλη ορμή. α. βόρακα. Φυσική εκπομπή υδρατμών υψηλής θερμοκρασίας (έως 21°C) και με πίεση (έως 6 ατμ.) μέσα από ρωγμές του εδάφους που περιέχουν διοξείδιο του άνθρακα, αμμωνία … Dictionary of Greek
θειωνιά ή ατμίδες θείου — Ηφαίστειο που χαρακτηρίζεται από την απουσία των τυπικών εκδηλώσεών του (δηλαδή είναι σβησμένο ή βρίσκεται σε κατάσταση ηρεμίας) και η δραστηριότητά του περιορίζεται μόνο στην εκπομπή υδρατμών (θερμοκρασίας 130 165°C) μαζί με υδρόθειο και… … Dictionary of Greek
Κιπ, Πέτρους Γιάκομπους — (Petrus Jacobus Kipp, Ουτρέχτη 1808 – 1864). Ολλανδός χημικός. Το 1830 άνοιξε μια επιχείρηση εργαστηριακών συσκευών και χημικών στο Ντελφ. Το 1844 επινόησε μια γυάλινη συσκευή για την παραγωγή αερίων στο εργαστήριο, η οποία χρησιμοποιείται εν… … Dictionary of Greek
θάλασσα — Το σύνολο του όγκου του αλμυρού νερού που καλύπτει τις κοιλότητες της γήινης επιφάνειας και επιτρέπει να προβάλλουν η ηπειρωτική ξηρά και τα νησιά. Με την περιορισμένη έννοια, ο όρος υποδηλώνει ένα οποιοδήποτε, πολύ ή λίγο, ευρύ τμήμα του ίδιου… … Dictionary of Greek
θειαμίδια — Ομάδα οργανικών ενώσεων που προέρχονται από τα αμίδια με αντικατάσταση του οξυγόνου τους από θείο. Έχουν γενικό τύπο R CS NH2 (όπου R αλκύλιο) και λαμβάνονται με επίδραση υδροθείου σε νιτρίλια ή με επίδραση πενταθειούχου φωσφόρου σε αμίδια. Είναι … Dictionary of Greek